θεατῶν

θεατῶν
θεᾱτῶν , θεατής
one who sees
masc gen pl (ionic)
θεᾱτῶν , θεατός
to be seen
fem gen pl
θεᾱτῶν , θεατός
to be seen
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • позоратаи — ПОЗОРАТА|И (7*), ˫А с. 1.Зритель: Отърицаѥмъ же прѣпо(д)бн(ы)мъ ѥп(с)помъ и презвютеромъ… и всемѹ иномѹ коѥмѹ любо бл҃го говѣиномѹ чинѹ или ѡбразѹ. тавли˫ами играти. или таковаѧ игр(а)ющимъ. ѡбѣщникомъ или позоратаѥмъ бытi. или на коѥ любо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Λέρνα — και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη) ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι αρχ. 1. φρ. «Λέρνη θεατῶν» (για θέατρο) πλήθος θεατών 2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» άβυσσος δυστυχημάτων …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • δειπνίζω — (AM δειπνίζω) [δείπνον] παραθέτω δείπνο σε κάποιον, καλώ κάποιον σε δείπνο νεοελλ. δειπνώ αρχ. «βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”